παραλυπώ

παραλυπώ
-έω, Α
1. πειράζω, ενοχλώ κάποιον («καὶ ἄλλο παρελύπει κατ' ἐκεῑνον τὸν χρόνον οὐδὲν τῶν εἰωθότων», Θουκ.)
2. στρ. δημιουργώ στενότητα πεδίου δράσεως με αντιπερισπασμό («οὐ γὰρ πω Ἱπποκράτης παρελύπει ἐν τῇ γῇ ὤν», Θουκ.)
3. παθ. παραλυποῡμαι, -έομαι
κακοποιούμαι
4. (η μτχ. αρσ. πληθ. ενεργ. ενεστ.) οἱ παραλυποῡντες
οι άτακτοι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παραλυπῶ — παραλυπέω grieve pres subj act 1st sg (attic epic doric) παραλυπέω grieve pres ind act 1st sg (attic epic doric) παραλῡπῶ , παραλυπέω grieve pres subj act 1st sg (attic epic doric) παραλῡπῶ , παραλυπέω grieve pres ind act 1st sg (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλύπησις — ήσεως, ἡ, Μ [παραλυπώ] παρενόχληση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”